διεστραμμένα

διεστραμμένα
διαστρέφω
turn different ways
perf part mp neut nom/voc/acc pl
διεστραμμένᾱ , διαστρέφω
turn different ways
perf part mp fem nom/voc/acc dual
διεστραμμένᾱ , διαστρέφω
turn different ways
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διεστραμμένας — διεστραμμένᾱς , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem acc pl διεστραμμένᾱς , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεστραμμένως — ἐπεστραμμένως (Μ) επίρρ. διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επεστραμμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. επιστρέφομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ορθώνω — (ΑΜ ὀρθῶ, όω) [ορθός] 1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω 2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση 3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, όομαι σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος νεοελλ. 1. (η προστ. αορ.) όρθωσον ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς… …   Dictionary of Greek

  • παραπεποιημένως — Α επίρρ. εσφαλμένα, διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παραπεποιημένος τού παραποιῶ] …   Dictionary of Greek

  • παρασχηματίζω — Α 1. (ενεργ. και μεσ.) μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, αλλοιώνω το πραγματικό και γνήσιο σχήμα κάποιου («ὁ βασιλεύς... θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχημάτισται», Διοτογ. στον Στοβ.) 2. γραμμ. (ενεργ. και μεσ.) σχηματίζω μια λέξη από άλλη λέξη με μικρή… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλοκαρδιάζω — Μ [στρεβλοκάρδιος] έχω διεστραμμένα ψυχικά αισθήματα …   Dictionary of Greek

  • στρεβλόστομος — ον, Μ 1. αυτός που έχει στραβό στόμα 2. (κυρίως με μτφ. σημ.) αυτός που μιλάει διεστραμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό στομος] …   Dictionary of Greek

  • διεστραμμέναι — διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc pl διεστραμμένᾱͅ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”